ρήμασμα
Смотреть что такое "ρήμασμα" в других словарях:
ρήμασμα — το, Ν βλ. ρήμαγμα … Dictionary of Greek
ρήμαγμα — και ρήμασμα, το, Ν [ρημάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρημάζω, καταστροφή, ερήμωση … Dictionary of Greek
ρήμαγμα — ρήμαγμα, το και ρήμασμα, το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρημάζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)