ρήμασμα

ρήμασμα
ιό см. ρήμαγμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ρήμασμα" в других словарях:

  • ρήμασμα — το, Ν βλ. ρήμαγμα …   Dictionary of Greek

  • ρήμαγμα — και ρήμασμα, το, Ν [ρημάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρημάζω, καταστροφή, ερήμωση …   Dictionary of Greek

  • ρήμαγμα — ρήμαγμα, το και ρήμασμα, το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρημάζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»